- οὔρισας
- ὁρίζωdivideaor ind act 2nd sg (ionic)ὁρίζωdivideaor ind act 2nd sg (ionic)οὐρίζωaor ind act 2nd sgοὐρίζωaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οὐρίσας — οὐρίσᾱς , ὁρίζω divide aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) οὐρίσᾱς , οὐρίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… … Dictionary of Greek